- χιμαιρικός
- [химэрикос] επ. несбыточный, химерический,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χιμαιρικός — ή, ό, Ν μτφ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χίμαιρα, φανταστικός, απραγματοποίητος («χιμαιρική ελπίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη] … Dictionary of Greek
χιμαιρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αποτελεί χίμαιρα, φανταστικός, απραγματοποίητος: Ζει με χιμαιρικές ελπίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ονειροπόλημα — το (Α ὀνειροπόλημα) [ονειροπολώ] νεοελλ. 1. το να αφαιρείται κανείς, να απομακρύνεται από την πραγματικότητα και να αναπολεί παλιές ευχάριστες καταστάσεις ή να πλάθει με τη φαντασία του άλλες, καινούργιες 2. φανταστική οπτασία, ονειροφαντασία,… … Dictionary of Greek
ουτοπικός — ή, ό αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ή την ιδιότητα τής ουτοπίας, χιμαιρικός, μη πραγματοποιήσιμος («ουτοπικός σοσιαλισμός»). επίρρ... ουτοπικώς και ά με ουτοπικό τρόπο, χωρίς δυνατότητα πραγματοποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουτοπία. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
χιμαίρειος — εία, ον, Α [χίμαιρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χίμαιρα, χιμαιρικός … Dictionary of Greek